ξανοστίζω

ξανοστίζω
ξανοστίζω και ξανοστεύω ξανόστισα
1. γίνομαι άνοστος, ξενοστιμίζω.
2. αποβάλλω την ανοστιά: Φάε μια καραμέλα να ξανοστίσει το στόμα σου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξανοστίζω — ξανοστεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + ανοστίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”